ροζιάζω

ροζιάζω
αμετ. становиться мозолистым, покрываться мозолями

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ροζιάζω" в других словарях:

  • ροζιάζω — ροζιάζω, ρόζιασα, ροζιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ροζιάζω — Ν [ρόζος] 1. (για ξύλο) σχηματίζω ρόζους 2. μτφ. (για μέρος τού σώματος) σχηματίζω, βγάζω κάλους («ρόζιασαν τα χέρια μου») …   Dictionary of Greek

  • ροζιάζω — ιασα, ιασμένος, αποχτώ ρόζους: Ροζιάσανε τα χέρια μου από τον καζμά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αργάζω — κ. εργάζω (Μ ἀργάζω) Ι. 1. επεξεργάζομαι 2. μεταχειρίζομαι 3. κατεργάζομαι δέρματα II. μτφ. 1. φρ. «του άργασαν το τομάρι» τον έδειραν πολύ 2. έχω στο μυαλό μου, μηχανεύομαι, σχεδιάζω κάτι 3. (αμτβ.) σκληραίνω, ροζιάζω, πετσιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ρόζιασμα — το, Ν [ροζιάζω] 1. σχηματισμός ρόζων 2. σχηματισμός κάλων …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»